κιβωτόκρυπτος

κιβωτόκρυπτος
κιβωτόκρυπτος, -ον (Μ)
αυτός που κρύφθηκε στην κιβωτό («κιβωτόκρυπτε Νῶε», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + κρυπτός (< κρύπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”